
ΜΑΤΙ 2018-2020

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας, όπως και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης με μεσογειακό κλίμα, θεωρείται αυτονόητο και μας απασχολεί περισσότερο ή λιγότερο κάθε χρόνο.
Μερικές χρονιές οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και βοηθούν ώστε η αντιπυρική περίοδος να είναι ηπιότερη, ενώ άλλες χρονιές με αντίξοες καιρικές συνθήκες η αντιπυρική περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλες πυρκαγιές και σημαντικές καταστροφές, με αποτέλεσμα να καταγράφεται στη μνήμη για πολλά χρόνια, όπως εκείνη του 2007.
Η αντιπυρική περίοδος του 2018 ξεκίνησε και κύλησε με τους καλύτερους οιωνούς, χωρίς την εμφάνιση συνθηκών καύσωνα αλλά και με τακτική εκδήλωση βροχοπτώσεων μέσα στο καλοκαίρι, ακόμη και σε μεγάλες περιοχές της νότιας Ελλάδας. Παρόλα αυτά, έμελλε να καταγραφεί με μελανά χρώματα στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων, Χαρακτηρισμένη από την τραγική πυρκαγιά που συνέβη στην Πεντέλη στις 23 Ιουλίου 2018, προξένησε πολλές ζημιές στο Νέο Βουτζά, κατέστρεψε τον οικισμό Μάτι της ανατολικής Αττικής και προκάλεσε επίσης σημαντικές καταστροφές στην ευρύτερη περιοχή δυτικά της Ραφήνας, αφαιρώντας 102 ζωές.
Συνοπτική περιγραφή της συμπεριφοράς
της πυρκαγιάς

Η πυρκαγιά ξέσπασε στις 16:41, στο Νταού Πεντέλης, σε ένα σημείο κοντά σε κατοικίες, που είχε ως βλάστηση κυρίως χόρτα, λίγους μικρούς θάμνους και λίγα αραιά πεύκα. Σχεδόν αμέσως μετά τα πρώτα δύο λεπτά της εξάπλωσης της έγινε παθητική πυρκαγιά κόμης. Αυτό σημαίνει ότι το μέτωπο της πυρκαγιάς προχωρούσε καίγοντας την καύσιμη ύλη κοντά στο έδαφος (χόρτα, φρύγανα, μικρούς θάμνους), δηλαδή ως πυρκαγιά επιφανείας, ενώ, πίσω από το μέτωπο, «λαμπάδιαζαν» μεμονωμένα δένδρα. Δηλαδή, σε εκείνο το στάδιο δε λαμπάδιαζε το σύνολο των ατόμων Χαλεπίου πεύκης και των λοιπών δένδρων και θάμνων της περιοχής.

Η ταχύτητα διάδοσης της πυρκαγιάς ήταν από την αρχή πολύ μεγάλη εξαιτίας του ισχυρού ανέμου που ήταν δυτικής (Δ) βορειοδυτικής (ΔΒΔ) διεύθυνσης με θυελλώδεις ριπές. Κατά το πρώτο πεντάλεπτο η πυρκαγιά παρέμεινε αρκετά στενή, δημιούργησε μία περίμετρο της τάξης των 400 m και άρχισε να καίει το πρώτο σπίτι που βρίσκεται στον οικισμό, στην περιοχή ανάντη και δυτικά της Ιεράς Μονής Παντοκράτορα. Στη συνέχεια, το μέτωπο της πυρκαγιάς συνέχισε να εξαπλώνεται προς τα ανατολικά καθοδηγούμενη από τον άνεμο και ταυτόχρονα προς τα ανάντη της πλαγιάς με τη βοήθεια της κλίσης. Η
περίμετρος εκτιμάται ότι ξεπερνούσε τα 1000 m, κατά την πρώτη μισή ώρα εξάπλωσης της.

Στα επόμενα δέκα περίπου λεπτά, είχαν αναπτυχθεί δύο δάκτυλοι, ο ένας προς τα ανατολικά και τον Νέο Βουτζά και ο έτερος προς τα νοτιοανατολικά και την Καλλιτεχνούπολη, η δε περίμετρος της πυρκαγιάς είχε ξεπεράσει τα 3.500 m.
Καθώς συμπληρωνόταν η πρώτη ώρα εξάπλωσης, η περίμετρος της πυρκαγιάς εκτιμάται (με βάση τις μέχρι σήμερα πιο συντηρητικές εκτιμήσεις) ότι ήταν της τάξης των 6.000 m, έχοντας προσεγγίσει το Λύρειο Ίδρυμα και τον οικισμό του Νέου Βουτζά. Εντός
των επόμενων 35 περίπου λεπτών, η περίμετρος είχε ξεπεράσει τα 11.000 m και είχε προσεγγίσει από τα δυτικά τη Λ. Μαραθώνος.
Η πολύ γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς αιφνιδίασε την πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής αλλά και εκείνους που επιχείρησαν να περάσουν από την περιοχή οδηγώντας. Ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων και περαστικών κατάφερε να διαφύγει προς τη Ραφήνα και προς τη Νέα Μάκρη, κάποιοι από αυτούς κυριολεκτικά οριακά. Από τη χρονική στιγμή της έναρξης έως και την προσέγγιση του πρώτου δακτύλου της πυρκαγιάς στην ακτή, χρειάστηκαν λιγότερες από δύο ώρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες και οι καταστροφές και να προστατευτεί ο γενικός πληθυσμός, απαιτείται η γρήγορη λήψη σωστών αποφάσεων και κάτι τέτοιο διευκολύνεται αν, στο στάδιο της πρόληψης, έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες προσέγγισης και ανάλυσης του φαινομένου και αν έχει εκπονηθεί το κατάλληλο αντιπυρικό σχέδιο που να επισημαίνει τα προβλήματα και να αναδεικνύει τις απαιτούμενες παρεμβάσεις.
Εκεί που η αρχική προσβολή μπορεί να αποτύχει, κάτι πολύ πιθανό υπό αντίξοες συνθήκες, χρειάζεται, τα στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων, να μπορούν να διακρίνουν τις αναγκαίες και ενδεδειγμένες ενέργειες, σε επιχειρησιακό και σε τακτικό επίπεδο. Οι ενέργειες αυτές πρέπει να έχουν μελετηθεί και σχεδιασθεί σε κάποιο βαθμό από πριν αλλά θα πρέπει επίσης να υπάρχει και η σχετική αντίληψη και η δυνατότητα εκ μέρους των στελεχών που θα κληθούν να τις εφαρμόσουν. Όταν μία πυρκαγιά εξαπλωθεί υπό αντίξοες μετεωρολογικές συνθήκες, σε περιοχή με αδιαχείριστη βλάστηση, με απροετοίμαστα σπίτια και ανενημέρωτους και απροετοίμαστους ανθρώπους, η καταστροφή είναι κατά κάποιον τρόπο προδιαγεγραμμένη.
Οι θεσμικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν και που θα επιτρέψουν ή/και θα επιβάλουν τις αναγκαίες και ουσιαστικές βελτιώσεις κατά την εκπόνηση των αντιπυρικών σχεδίων, θα πρέπει να περιλαμβάνουν και μεταρρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως τις απαραίτητες βελτιώσεις ή αναδιαρθρώσεις στα σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός κοινού γνωσιακού υποβάθρου και που θα διευκολύνουν τη σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με τους ανθρώπους της πράξης.
Έντεκα χρόνια μετά τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007, αποδείχθηκε πως όσοι πίστευαν ότι τραγικά γεγονότα σαν και εκείνα της αντιπυρικής περιόδου του 2007, δεν ήταν πολύ πιθανό να ξανασυμβούν, έκαναν λάθος. Η πυρκαγιά αυτή έδειξε, ακόμη μια φορά
και με πολύ σκληρό τρόπο, πως αν συνεχίσουμε να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε για τη μείωση των αρνητικών συνεπειών των δασικών πυρκαγιών στις κοινωνίες μας, θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε το τίμημα.
Dr Γ. Ξανθόπουλος